διένειμα

διένειμα
διανέμω
in D.
aor ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • διανέμω — διένειμα, διανεμήθηκα, διανεμημένος, επιδίδω, διαμοιράζω κάτι σε πολλούς: Ο ταχυδρόμος διανέμει την αλληλογραφία καθημερινά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διανέμω — διανέμω, διένειμα βλ. πίν. 125 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”